- απεκδυομαι
- ἀπεκδύομαιNT. = ἀπεκδύνω См. απεκδυνω
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απεκδύομαι — (Α ἀπεκδύομαι) νεοελλ. (της ευθύνης) πετώ από πάνω μου, δεν αναλαμβάνω αρχ. 1. βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι 2. ρίχνω, πετώ μακριά μου 3. απογυμνώνω, αποστερώ … Dictionary of Greek
προσαπεκδύομαι — Α γδύνομαι ακόμη πιο πολύ. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀπεκδύομαι «βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι»] … Dictionary of Greek
συναπεκδύω — ΜΑ συναποβάλλω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀπεκδύομαι «βγάζω τα ρούχα, γδύνομαι»] … Dictionary of Greek